θεωρητῶς

θεωρητῶς
θεωρητός
that may be seen
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • видимѣ — (1*) нар. Зримо, доступно зрению: сугубь и очищенье. ѡ(т) воды гл҃ю и ѡ(т) д҃ха. овому оубо видимѣ же и телеснѣ разумѣваему. а оному невидимѣ и бес тѣла с нимь сходѩщю. и овому же образну. овому истинну. глубины очищающю. (ϑεωρητῶς) ГБ XIV, 27в.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θεωρητός — θεωρητός, ή, όν (Α) [θεωρώ] 1. αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί, τον οποίο μπορεί να δει κανείς 2. (για νόσο) επίδηλος, αυτή που παρουσιάζει ενδείξεις για επερχόμενη κρίση 3. (για διάνοια) αυτός τον οποίο μπορεί να φθάσει κάποιος με τη θεωρία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”